Όταν γλεντά η Όλυμπος χρειάζεται ησυχία, ’κλουθούσι στο τραγουδιστή και λένε εις υγεία.
Τον οβολό μου, το λοιπόν, εγώ θα τους το στείλω, μα το Θεό που προσκυνώ, πολλά ’ναι που οφείλω.
Παράδειγμά ’σαι Παλαιέ κι αν θέλουν ας το νιώσου, όλοι των εις το Σύλλογο, ότι μπορούν να δώσου.
Το στέγαστρον απού ’καμες την Όλυμπο πρεπίζει, κ’ εκείνοι που το σκέφτησα, έπαινος των αξίζει.
Πάτερ Παντελεήμονα, πιάνω τη κεφαλή μου, μου μοιάζεις στα αισθήματα και κάθισες μαζί μου.
Ωραίος είναιν ο χορός σα την ωραία πόλη, θα γίνει ωραιότερος σα σηκωθείτε όλοι.
Εγώ δε σ’ είχα μαθητή, μα πάλι αγαπάς με, γράφεις και ξαναγράφεις μου, πάρα πολύ τιμάς με.
Σ’ όλους εμάς τους νιότερους είσαι ο φωτοδότης, σα δάσκαλος, σα κληρικός, σαν άξιος πατριώτης.

