Παπά μου δεν εγέρασες, μα στέκεις σα κολόνα και σού ’φχομαι από καρδιάς να φτάσεις τον αιώνα.
Μα τώρα με γονάτισε τα άθλιο το γήρας κ’ επόμεινέ μου άχρηστο το δίπλωμα της πείρας.
Μερόνυχτα εστέκουμου εις του χωριού το γλέντι και μερικοί (γι αυτό πολλοί) μου δώσανε το τίτλο του λεβέντη.
Αυτή την όμορφη βραδιά, μαζί θα τη χαρούμε και με της λύρας το σκοπό, πολλά θα θυμηθούμε.
Γέροι και γριές και νιοί και νιές, του χρόνου με υγεία, να ξαναεορτάσομε και τη πρωτομαΐα.
Περνού τα χρόνια (νιάτα) σα πουλιά και πάσι και πετούσι κι ώστα να (δ)εις αθρώπους νιους, τους βλέπεις και γερ(ν)ούσι.
Περάσασι τα χρόνια μας τά ’μορφα κι ωραία κι απόψε θα τα θυμηθώ, πού ’βρα παλιά παρέα.
Αύριον είν’ πρωτομαγιά, που ο κόσμος τη γιορτάζει κ’ εμείς θα τη γιορτάσομε κοντά εις το πο(γ)άζι.

