Τ’ όνομα του πατέρα μας γλήορα ν’ αναστήσεις, στιγμές ανείπωτης χαράς σε όλους να χαρίσεις.
Τη πόρτα απού θα διαβείς, γαμπρός έχω περάσει, με αμβροσία η ζωή κ’ εσένα να κεράσει.
Τα γαμπρικά τα ρούχα σου θα ρτω να τα φιλήσω και μη ξεχάσεις τους γονείς κ’ εγώ θα σου θυμίσω.
Πέτ’ αετόπουλο ψηλά εις τη κορφή τ’ Ολύμπου κι απάντησε μόνο χαρές, τα βάσανα να λείπου.
Μαρούκλα ο μοναδικός είμαι ’π’ τους συγγενείς σου, σηκώσου, σε παρακαλώ, και δώσε την ευχή σου.
Μαρούκλα ’πε του, τού Κωστή, τα λόγια που του ’ξίζου, τούτες τις όμορφες στιγμές που πίσω δε γυρίζου.
Θείε το ’μορφοστόλιστο απού ’χεις στο πλευρό σου, εσύ τον καθοδήγησες στο δρόμο το δικό σου.

