Γλέντι στο πανηγύρι του προφήτη Ζαχαρία στη Σαρία το 1967
Από το βιβλίο του Νικολάου Στ. Φαρμακίδη «ΣΤΟΝ ΑΗ ΖΑΧΑΡΙΑ»
«[…] Με το έμπα του Σεπτέμβρη, μια αθόρυβη κίνηση σιγοσάλευε στο Διαφάνι. Ο ένας κουβεντιάζει με τον άλλο το κατά πόσο θα πήγαιναν στον Άη Ζαχαρία κ’ οι νοικοκυρές ετοιμάζουν τις απαραίτητες προμήθειες, ενώ τα καΐκια στο μόλο δοκιμάζουν τις μηχανές τους. Είχε κιόλας φανεί ολοκάθαρα πως το πανηγύρι τ’ Άη Ζαχαρία στην αγαπημένη μας Σαρία, είχε ξανά καθιερωθεί.
Είν’ ένα μοναστηράκι κατάλευκο στην κορφή του γκρεμού, που ορθώνεται πάνω από τον κόλπο των Παλατιών* και βρίσκεται δυτικά το Άργος* μας και βλέπει ανατολικά την απεραντοσύνη της γαλάζιας καρπαθιακής θάλασσας. Το παλιό τούτο εκκλησάκι, ιδιοκτησία των Αβδελλήω, που το τιμούσαν γενιές ολάκερες από παππού σ’ εγγονό, είχε σχεδόν λησμονηθεί τον τελευταίο καιρό. Μόνον ο παπάς και μερικοί συγγενείς των επιτρόπων πήγαιναν κάθε χρόνο στη χάρη του για να το θυμηθούν και να το λειτουργήσουν. Εδώ όμως και δυο χρόνια, η Διαφανιώτικη νεολαία, άρχισε να σπρώχνεται προς τη Σαρία στις 4 και 5 του Σεπτέμβρη σαν από επιταγή κληρονομιάς από τους τιμημένους προγόνους της και σαν παρακινημένη από τον αυθορμητισμό της ακατάσχετης επιθυμίας να ξαναζωντανέψει εκείνη τη γραφική ομορφιά του αθάνατου τόπου της και τη μεγαλοπρέπεια της ολυμπίτικης τελετουργίας, που ο σύγχρονος πολιτισμός πάει αδιάκριτα ν’ απλώσει χέρι επάνω της […].
Οι προσκυνητές άρχισαν να παίρνουν τις θέσεις τους στις καλοστρωμένες τάβλες, που τις είχαν ετοιμάσει από νωρίς οι επιτρόποι. οι γυναίκες στρώναν τα πλουμισμένα χρέμια τους στην απλωσιά γύρω από την άλωνα κι ο (Β)ασιλής ο Καρελλάς, η Μαγκαφούλα της Φουντήαινας, η Καλίτσα του Νικολαΐδη-Χιώτη κ.α που προσφέρθηκαν να ψήσουν τα φρεσκοσφαγμένα κρέατα, που η μυρωδιά τους σκορπιζόταν γύρω και διαλαλούσε τη μαγειρευτική τους τέχνη, τέλειωναν και κατέβαζαν τα χαρκώματα*(καζάνια) από τις φωτιές. Και σα γύρισε μες το μισοσκόταδο ο παπά-Γιάννης, που’ χε τελειώσει τον εσπερινό και πήρε τη θέση πλάι στον παπά-Τιμόθεο, άρχισαν απανωτά σερβιρίσματα. Άφθονα τα καλοψημένα κρέατα, διαδεχτήκαν τα καθιερωμένα μακαρόνια για ν΄ ακολουθήσουν ύστερα, οι σιτάκες,* οι ελαϊκές,* τα τυριά, τα όξυνα,* τα βούτυρα, τα μέλια τα σύκκερα, και τα ξεροτηγανισμένα ψάρια, που μαζί με το σιταρένο ψωμί, συνέθεταν την μοναδική πανδαισία. Και το ρακί που κερνιόταν ασταμάτητα από την Αναστασία (Αβδελλή) και τις κόρες της, αψύ και δυνατό, εσάλπισε γοργά το ξεκίνημα του ξέφρενου πανηγυριού κι άναψε τα αίματα της χαρούμενης ομήγυρης […].
«Το εκκλησάκι του προφήτη Ζαχαρία στη Σαρία».
Οι ψαλμοί που άρχισε ο παπά-Γιάννης, ήταν το πρόσταγμα του μεγάλου γλεντιού, που μετά το τραγούδι της τάβλας και το συρματικό, αλλαξογυρίστηκαν και τραγουδήθηκαν όλοι οι σκοποί και ειπώθηκαν πολλές καλές μαντινάδες απ’ όλη τη συντροφιά και πιο πολύ από το λυρικό τραγουδιστή της θάλασσας, Κωστή Λιορεΐση. Η ξακουστή πια λύρα του Μηνά Πρεάρη και το λαούτο του Μανωλή Παπαμανώλη, γεμίζουν με του ήχους τους την ατμόσφαιρα τ’ Άργους κι αντιλαλούν ως πέρα […].
Οι ώρες της νύχτας περνούσαν γοργά και πριν καλά καλά χαράξει, στήθηκε ο χορός στην άλωνα. Και αφού χορεύτηκαν όλοι οι γνώριμοι χοροί μας, με αέρα και μαστοριά από όλους και ξεχωριστά από τους […] έκλεισε η πρώτη φάση του πανηγυριού με τον πανάρχαιο αρκιστή, από τον αέρινο χορευτή Αντώνη Πρωτόπαπα και το Μανώλη Παπαμανώλη και με δάκρυα χαράς και συγκίνησης από τα μάτια των επιτρόπων, που το γλέντι τούτο τα ’χαν για προσωπική τους τιμή. Έτσι ο ερχομός της ’μέρας σταμάτησε το χορό για να προσφερθεί ο μοσχοβολισμένος πατσάς και το ρακί διαδέχτηκε ένας καλοφτιαγμένος εξοχικός καφές, προσφορά κι αυτός της Αρχόντισσας του Άργους.
Και σαν άρχισε ο ήλιος τα χρυσά του παιχνιδίσματα πάνω στη Σαριάτικη γη, ανέβηκε ο κόσμος στο μοναστήρι, για να παρακολουθήσει κατανυχτικά τη λειτουργία, που τέλεσε με τη γνώριμη μεγαλοπρέπεια του, ο παπά- Γιάννης. (Χαλκιάς). Τέλειωσε η λειτουργία και καθίσαμε για λίγο στην κορφή του βουνού για να θαυμάσομε την απεραντοσύνη της θάλασσας που γαληνεμένη απλωνόταν μπροστά μας […]
Ο επίτροπος κι η επιτρόπισσα μας οδήγησαν ξανά μπροστά στις καλοστρωμένες τάβλες, μέσα στην άλωνα. Το τραπέζι πλούσιο όπως και χτες, ξανάφερε το κέφι στους γλεντιστάδες που ξανατραγούδησαν με τη γλυκιά παραπονιάρικη φωνή τους, τις χαρές και τις λύπες τους και με τις μαστορεμένες μαντινάδες τους γύρισαν τη σκέψη τους πότε στη Σαρία, πότε στη μαύρη ξενιτιά και πότε στα ταξιδιάρικα παιδιά μας.
Το απομεσήμερο έπρεπε να πάρομε το δρόμο του γυρισμού, μα τ’ αναμμένο γλέντι δεν ήταν τρόπος να σταματήσει.
Ο φευγάτος σκοπός αντιλαλεί στα βουνά τ’ Άργους. Δάκρυα κυλούν από τα μάτια μικρών και μεγάλων. Το Άργος θα περιμένει το Σεπτέμβρη του 1968 για να ξανάβρει για λίγες ώρες τα μεγαλεία του.
Τραγουδώντας κατεβήκαμε τη ρεματιά και σαν φτάσαμε στον ποταμό του Έντη η φωνή των τραγουδιστών, υψώνεται και διαπερνά το ύψος των βουνών. Κι όσοι είχαν φτάσει στο γιαλό των Παλατιών, αφκρούνταν τις μαντινάδες και ξεχώριζαν τους τραγουδιστές. Μπήκαμε στα πλεούμενα του Μανώλη Πρωτόπαπα και Μηνά Πολίτη, χωρίς να σταματήσει το τραγούδι μας, αφήνοντας στο ρημαγμένο τόπο τους λιγοστούς Αργείτες για να του ταράζουν το βαθύ ύπνο του.
Τα καλοτάξιδα πλεούμενα όλο και προχωρούν. Ο ήλιος ολοκόκκινος άρχισε σιγά- σιγά να κατεβαίνει στη θάλασσα χρυσώνοντας τα ήρεμα νερά του πελάου. Γρήγορη σαν αστραπή περνά από το μυαλό μας η σκέψη να ζέψομε χορό στην κουβέρτα του «Κωνσταντίνος», σχηματίζοντας κύκλο γύρω από τ’ άνοιγμα του αμπαριού του. Γέρικες λεβέντικες κορμοστασιές σαν του Γιάννη Ζερβού, δέσποζαν στη μέση του χορού μας. Και η Φωτεινή Λιορεΐση κ’ η Μαρούκλα Παπαμανώλη συναγωνίζονταν στο χορό τις κόρες τους. Οι κοπελιές λαμποκοπούσαν κάτω από τις φθινοπωρινές αχτίδες του ήλιου και τα μαντήλια τους ανέμιζαν στο φύσημα της θαλασσινής αύρας, σαν πανάκια ελπίδας στο απαλό άπλωμα του γαλάζιου φόντου της Σαρίας.
Συνεχίζοντας το χορό φτάσαμε στο λιμάνι του Διαφανιού, την ώρα που άραζε το καράβι της γραμμής και τίποτε δεν θα μας σταματούσε να κάνουμε τρεις βόλτες γύρω του έτσι χορεύοντας. Οι επιβάτες του καραβιού βγήκαν όλοι στο κατάστρωμα για να μας δουν και να μας φωτογραφίσουν. Μοναδικός στα τσαλίμια*ο Αντώνης Πρωτόπαπας και αέρινη η πρώτη του κάβου μας, Μαρία Φ. Χιώτη, τράβηξαν τα βλέμματα των επιβατών, που έτρεχαν πότε από τη μια μεριά και πότε από την άλλη για να μη χάσουν από τα μάτια τους το ανεπανάληπτο θέαμα. Κι ο καπετάνιος συγκινημένος μας χαιρετούσε με τη σειρήνα του.
Γεμάτη η παραλία του Διαφανιού, οι αυλές, τα μπαλκόνια κι ο μόλος, από ανθρώπους κάθε ηλικίας. Διψασμένα μάτια μας περιμένουν. Τα καΐκια έκαναν τρεις βόλτες στο λιμάνι, η σειρήνα του «Κωνσταντίνος», χαιρετούσε ασταμάτητα τους ανθρώπους μας, που μας καμάρωναν από τη στεριά κ’ ύστερα έδεσε στο μόλο και χωρίς να κόψει ο χορός, τον οδήγησε έξω ζεμένο, ο Μιχάλης Τσέρκης, πάνω στο μαδέρι, τον επέρασε από το μόλο και τα χοχλάκια και τον έστησε μπροστά στο σπίτι του τ’ Ασπρούλη.
Εκεί έσμιξαν και άλλοι χωριανοί και το γλέντι κι ο χορός φούντωσε πάλι και βάσταξε ως τα ξημερώματα. Το χέρι του Μηνά (Πρεάρη), είχε πρηστεί από το παίξιμο δυο ’μερών μ’ αυτός δε σταματούσε. Ο δεξιοτέχνης της λύρας, είχε μεθύσει με το κέφι των ανθρώπων της συντροφιάς του.
Τραγούδι: Κωστής Λιορεΐσης. Λύρα: Μηνάς Πρεάρης. Λαούτο: Μανώλης Παπαμανώλης


