Η ταυτότητα και η δομή του Ολυμπίτικου γλεντιού
Το Ολυμπίτικο γλέντι αποτελεί ένα ενιαίο σύνολο, που περιλαμβάνει διάφορα είδη Τραγουδιών, αυτοσχέδιες μαντινάδες και στις περισσότερες περιπτώσεις και χορό. Επίσης, ανάλογα με την περίσταση, περιλαμβάνει και εκκλησιαστικά τροπάρια (π.χ. σε εορτές αγίων και πανηγύρια, σε γάμους και βαπτίσεις).
Τα Τραγούδια είναι πολύστιχα λαϊκά ποιήματα που έχουν δεδομένο κείμενο, το οποίο έχει διασωθεί από την προφορική παράδοση. Πρόκειται για μια εντυπωσιακή σε όγκο και εκπληκτική σε ποιότητα ποιητική παραγωγή και παράδοση 280 περίπου αυτοτελών τραγουδιών, που μαζί με τις παραλλαγές τους ξεπερνούν τους 8.700 στίχους. Η απαρίθμηση αυτή αποκτά την πλήρη της διάσταση αν αναλογιστούμε ότι: α) η Όλυμπος ποτέ δεν ξεπέρασε τους 2.000 κατοίκους, β) τα τραγούδια διασώθηκαν μέσα από την προφορική παράδοση και γ) στους αριθμούς αυτούς δεν συμπεριλαμβάνονται οι μαντινάδες, τα τσακίσματα, τα νανουρίσματα, τα μοιρολόγια, τα θρησκευτικά τραγούδια και τα κάλαντα, τα «Σαριάτικα», τα σατιρικά τροπάρια, οι έμμετρες παροιμίες, τα αινίγματα, οι γλωσσοδέτες, οι εξορκισμοί και άλλα δευτερεύοντα είδη. Τα Τραγούδια αποτελούν μια τεράστια «ποιητική δεξαμενή» από την οποία αντλεί το ολυμπίτικο γλέντι. Σύμφωνα με τον ερευνητή Μανόλη Μακρή, κατατάσσονται σε οκτώ διαφορετικές κατηγορίες:
- Τα επιτραπέζια τραγούδια-τραγούδια της τάβλας
- Τα Συρματικά
- Τα τραγούδια του ζερβού χορού
- Τα τραγούδια του γονατιστού χορού
- Τα Γαμήλια του «λαλημάτου»
- Τα διάφορα Ιδιόμελα
- Τα Τσακίσματα
- Χορευτικά
Οι «Μαντινάδες» από την άλλη πλευρά, καταλαμβάνουν χρονικά το μεγαλύτερο μέρος του γλεντιού και αντιπροσωπεύουν ένα ποιητικό είδος που εξακολουθεί να βρίσκεται σε πλήρη ακμή. Πρόκειται για αυτοσχέδια δίστιχα με αυτοτελές περιεχόμενο και ομοιοκαταληξία, στιχουργημένα σε ιαμβικό δεκαπεντασύλλαβο στίχο, προσωπικά δημιουργήματα της στιγμής, προορισμένα για μια και μόνο συγκεκριμένη χρήση. Στο πλαίσιο του γλεντιού, οι μαντινάδες αποτελούν συστατικό στοιχείο ενός δυναμικού μουσικο-ποιητικού διαλόγου, ο οποίος εξελίσσεται γύρω από το εκάστοτε «θέμα». Ο διάλογος διεξάγεται σε μια συνεχή, αδιάλειπτη ροή μουσικής και λόγου, επάνω σε ρυθμικά/μελωδικά σχήματα που ονομάζονται σκοποί, αρκετές δεκάδες από τους οποίους έχουν διασωθεί και χρησιμοποιούνται σήμερα.
Κοινά χαρακτηριστικά του ολυμπίτικου γλεντιού είναι:
- Η παρέα, που γνωρίζει το άγραφο και αυστηρό τυπικό του γλεντιού.
- Οι οργανοπαίκτες, που βρίσκονται πάντα στο κέντρο ως ισότιμα μέλη της παρέας και πρόθυμα να εκτελούν τις καθιερωμένες από το τυπικό επιθυμίες της.
- Οι σοβαροί γλεντιστές και υποδειγματικοί μερακλήδες.
- Ο σεβασμός στους ιερείς, τους άρχοντες, τους γέρους και τις γυναίκες.
- Η άτυπα ιεραρχημένη θεματολογία και τα επίσης ιεραρχημένα τραγούδια που λέγονται στην αρχή και ενδιάμεσα του γλεντιού.
- Η αναφορά σε παρόντες, απόντες και πεθαμένους.
Το ολυμπίτικο γλέντι, μέχρι και σήμερα, ακολουθεί μια συγκεκριμένη τάξη, βάσει ορισμένων κοινών αλλά άγραφων κανόνων επιτέλεσης: Ως προς τη διάταξη στον χώρο, στο κέντρο βρίσκονται πάντοτε οι οργανοπαίκτες. Περιμετρικά από αυτούς κάθονται γύρω από τις τάβλες (μακρόστενα τραπέζια) οι γλεντιστές και οι λοιποί συμποσιαστές με τάξη. Τιμητικές θέσεις προβλέπονται συνήθως για τους άρχοντες του τόπου, τον ιερέα, τον δάσκαλο κ.λπ. Περιμετρικά από τους γλεντιστές, στέκουν οι γυναίκες και όλοι οι λοιποί μετέχοντες στο γλέντι.
Κυρίαρχο ρόλο στα γλέντια και τις διασκεδάσεις της Ολύμπου διαδραματίζει η παρία (παρέα). Οι οργανοπαίκτες-μουσικοί γνωρίζουν καλά τη διαδικασία και τους κανόνες του γλεντιού και υποστηρίζουν μουσικά την επιθυμία της παρέας και χωριστά καθενός ποιητή-τραγουδιστή. Η παρέα αποτελείται από ένα μικρό τμήμα της ανδρικής συνεκτικής κοινωνίας των Ολυμπιτών, που διέπεται από τις ίδιες αρχές, αξίες, βιώματα, παραδόσεις κ.λπ., η οποία γνωρίζει καλά το σχετικό εθιμικό, άγραφο πρωτόκολλο που οφείλει να τηρεί όσο στο γλέντι όσο και τον χορό. Οι γλεντιστές και οι μερακλήδες κατά την εξέλιξη του γλεντιού κάθονται αυτοσυγκεντρωμένοι και σκέπτονται πώς θα φτιάξουν μια «σωστή» μαντινάδα για να τη τραγουδήσουν, μετέχοντας έτσι ενεργά στον εν εξελίξει μουσικο-ποιητικό διάλογο. Κάθε πρόσωπο που μετέχει ενεργά στο γλέντι γνωρίζει τον ρόλο του και τον ρόλο των άλλων σε αυτό και φροντίζει να κινείται με σοβαρότητα και ταπεινότητα, αποδίδοντας τον σεβασμό σε πρόσωπα και πράγματα, όπως αρμόζει στο καθετί στην ολυμπίτικη κοινότητα.
Επίσης, πολύπλευρη και πολύτιμη είναι η συνεισφορά των γυναικών στο ολυμπίτικο γλέντι. Οι γυναίκες, εκτός από ορισμένες μόνο περιπτώσεις (γαμήλιο γλέντι συγγενικού προσώπου, βάπτιση και «εφτά» του μωρού, κ.λπ.), δεν μετέχουν ενεργά στον αυτοσχέδιο τραγουδιστό διάλογο. Ο ρόλος τους υπήρξε και εξακολουθεί να είναι σημαντικός όσον αφορά στην απομνημόνευση και την αναπαραγωγή των μαντινάδων. Οι γυναίκες είχαν τη δύναμη και το έκαναν να δίνουν νέο νόημα και νέες ερμηνείες στους διαλόγους των ανδρών. Εννοείται ότι ο ρόλος τους ήταν κομβικός στη γλεντική φάση του χορού. Του Κάτω χορού, όπου αυτές και οι οικογένειές τους γίνονται σημείο εστίασης των μαντινάδων, και του Πάνω χορού, όπου με πλήρως ενεργητικό τρόπο αποδείκνυαν τη σημασία του να είσαι «γυναίκα» στην ολυμπίτικη κοινωνία (σοβαρότητα, γνώση κοινωνικής παρουσίας). Ιδιαίτερα σημαντικός στα γλέντια είναι ο ρόλος των μεγαλύτερων στην ηλικία γυναικών (των συνοδών των νεαρών χορευτριών), οι οποίες παρακολουθούν και ελέγχουν τα τεκταινόμενα στο γλέντι. Τα φαγητά, οι ενδυμασίες, τα κοσμήματα και όλα τα υλικά εξαρτήματα του γλεντιού αναδεικνύουν τις γυναίκες και εκείνες συναγωνίζονται μεταξύ τους για να αυξήσουν το συμβολικό κεφάλαιο των οικογενειών τους.
Τα μουσικά όργανα της Ολύμπου ήταν και είναι η μικρή σε μέγεθος αχλαδόσχημη λύρα και η τσαμπούνα. Πρωτεύοντα ρόλο στα γλέντια έπαιζε η τσαμπούνα, λόγω και της έντασης του ήχου της και συμπληρωματικό ρόλο είχε η λύρα, που ακολουθούσε το μουσικό δρόμο της τσαμπούνας. Αμφότερα τα μουσικά όργανα κατασκευάζονταν και εξακολουθούν να κατασκευάζονται στο χωριό από τους ίδιους τους οργανοπαίκτες αλλά και από παραδοσιακούς μαραγκούς. Στις αρχές του 20ού αιώνα προστέθηκε στα όργανα αυτά και το λα(γ)ούτο, που ήλθε από την Κρήτη. Την τσαμπούνα την έπαιζαν μέχρι και το 1950 περίπου κατά κύριο λόγο οι βοσκοί, ενώ τη λύρα οι τεχνίτες. Σπάνια συναντάμε μέχρι το 1950 οργανοπαίκτες από την τάξη των κανακάρηδων (γαιοκτημόνων), η οποία ήταν και η άρχουσα τάξη στην Όλυμπο. Το ολυμπίτικο γλέντι βασίζεται στην ύπαρξη μιας συμπαγούς κοινότητας πολιτισμού. Η διατήρησή του οφείλεται σε μια ομόθυμη επιλογή των απανταχού Ολυμπιτών να επιτελούν την ταυτότητά τους όπου και αν βρίσκονται. Δεν υπήρξε και δεν υπάρχει σήμερα ολυμπίτικο γλέντι στο οποίο να μην παρίσταται η κοινότητα, συμβολικά και πραγματικά. Είναι κοινή πεποίθηση ότι η Όλυμπος βρίσκεται στο γλέντι και τις διασκεδάσεις, «συκλα(δ)οκορμόριντζη». Δηλαδή, σαν ένα δέντρο με τα ποικίλα κλαδιά του, τα τρυφερά και τα μεστωμένα, το γέρικο κορμό του και τις ρίζες του. Μεταφορικά, με τους νεαρούς, τους ώριμους άνδρες και τους νεκρούς. Το ολυμπίτικο γλέντι χαρακτηρίζεται όχι μόνο για την πολύ πλούσια δομή και το περιεχόμενό του (λ.χ. σε ποικιλία και πλήθος τραγουδιών), αλλά και για την αρμονία, την τάξη και το αυστηρά τηρούμενο άγραφο τυπικό του, αποτελώντας μια πλήρη και σύνθετη έκφραση παραδοσιακού γλεντιού.


